καμουτσί

καμουτσί
και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το
μαστίγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καμουτσί — καμουτσί, το και καμουτσίκι, το και καμτσίκι, το (λ. τουρκ.), μαστίγιο: Στο αλώνισμα χτυπάνε τ άλογα με το καμουτσίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμουτσιά — και καμουτσικιά και καμιτσικιά και καμτσικιά, η [καμουτσί] χτύπημα με μαστίγιο, με καμουτσί* …   Dictionary of Greek

  • καμιτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμουτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμουτσικίζω — και καμιτσικίζω και καμτσικίζω [καμουτσίκι] μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο, με καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγγέλιο — το (λ. λατ.), μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι: Σε δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”